- αποπαίδι
- το-διού, και απόπαιδο, το -ου1. παιδί παραμελημένο από τους γονείς: Το κορίτσι τους το 'χαν σαν αποπαίδι.2. παιδί που αποκηρύχτηκε ή αποκληρώθηκε: Πατέρας και μάνα συμφώνησαν να κάμουν αποπαίδι το μεγάλο τους γιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.